996811

 Πηδούσα από το παράθυρο, έπαιρνα μαζί μου τον Λούη και πηγαίναμε στο δάσος να καπνίσω. Ο Λούης ήταν αλάνι, δε χρειαζόταν λουρί. Ερχόταν δίπλα μου σοβαρός, χωρίς να κουνάει ουρές και μαλακίες. Λες και ήξερε πως δεν είναι βόλτα σκύλου αυτό. Ήξερε πως απλά εξυπηρετεί εμένα. Βεβαιωνόμουν πως η αδερφή μου κοιμάται. Έπαιρνα τον αναπτήρα από τη σχολική τσάντα, πηδούσα, κατέβαινα σιγά τη σιδερένια σκάλα μην ακούσει η γιαγιά κι ο παππούς, έβγαινα έξω, πήγαινα στα χόρτα κι έπαιρνα το πακέτο που είχα κρύψει. Δε θυμάμαι τί κάπνιζα τότε. Κάμελ μάλλον αλλά σίγουρα μαλακό για να μπορεί να πατιέται πιο εύκολα, να χωράει σε τσέπες, μπότες, εσώρουχα. Περπατούσα γρήγορα. Δεν είχε νόημα η διαδρομή, έπρεπε να φτάσω στο δάσος να καπνίσω. Μπαίναμε μέσα, όχι πολύ βαθειά, καθόμουν στο βράχο κι άναβα τσιγάρο και σκεφτόμουν πως είμαι μια βρωμοέφηβη, σκεφτόμουν αγόρια, σκεφτόμουν οτι  θέλω να μεγαλώσω τόσο ωστε να μη ρωτάω τη μαμά μου για να βγω έξω, σκεφτόμουν χίλια άχρηστα πράγματα, σκεφτόμουν οτι δε με ένοιαζε που δεν είχα φίλες, σκεφτόμουν και κάπνιζα δυο τρία τσιγάρα συνεχόμενα, τα έσβηνα πολύ προσεχτικά πάνω στο βράχο κι ύστερα τα έπαιρνα μαζί μου, δεν ήθελα να τα πετάξω εκεί. Τα πετούσα στο δρόμο. Ο δρόμος δε με ένοιαζε. Γύριζα με το ίδιο γρήγορο βήμα. Μια φορά γυρίζοντας έπεσα πάνω στον παππού που μόλις είχε σηκωθεί για τη λαχαναγορά. Του είπα ψέματα οχι άκουσα το σκύλο να βγαίνει και βγήκα να τον μαζέψω. Με πίστεψε μάλλον γιατί δε με γαμωσταύρισε ή ίσως να γαμωσταύριζε την τύχη του που ξυπνάει μέσα στη νύχτα και να μην είχε κουράγια να μπινελικώσει κι εμένα. Χέστηκα όμως κι απο κείνη τη μέρα πήγαινα πιό νωρίς ή πιο αργά αφού άκουγα το φορτηγάκι να φεύγει. Ξανανέβαινα σιγά τη σκάλα, χάιδευα το Λούη όση ώρα ήθελε, τον αγκάλιαζα, τον καληνύχτιζα και ξαναπηδούσα από το παράθυρο, πάνω από την αδερφή μου, πήγαινα στο μπανιο, έπλενα τα χέρια και τα δόντια μου και κοιμόμουν. Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια, η Σίσσυ δεν πήρε ποτέ χαμπάρι οτι κάθε βράδυ σχεδόν πηδούσα από πάνω της, η γιαγιά που κοιμόταν σα να μη κοιμόταν, δεν πήρε ποτέ χαμπάρι οτι μπαινόβγαινα στην αυλή, για τον μπαμπά και τη μαμά ούτε λόγος. Ήταν η νυχτερινή μου βρωμιά ( αν εξαιρέσεις τις σκέψεις μου) και κράτησε μέχρι που ο μπαμπάς έμαθε οτι καπνίζω. Από τότε άναβα τα τσιγάρα μέσα στο δωμάτιο, με τα ακουστικά που πάντα τους έλειπε το ένα σφουγγαράκι και πάντα με έπαιρνε ο ύπνος κι έγδερνα το αυτί μου και το πρωί έτσουζε, μερικές φορές είχε και γρατζουνιές. Ξυπνούσα πάντα δύσκολα το πρωί γιατί πάντα κοιμόμουν αργά. Για να καταφέρω να ξυπνήσω πήγαινα στο νιπτήρα και έριχνα παγωμένο νερό στο πρόσωπό μου. Τα μάτια μου μίκραιναν κι άλλο ακόμα, εξαφανιζόντουσαν, έπινα γάλα κι έφευγα στη μεγάλη ανηφόρα του σχολείου που ήταν πάνω από το δάσος. Κάπνιζα πάλι ενα δύο μαζεμένα τσιγάρα κι ύστερα έκανα μια εσωτερική κίνηση να κλειδώσω το κεφάλι μου για να το προστατέψω από τις αηδίες που θα άκουγε για τις επόμενες εφτά ωρες. Δε μιλούσα στα υπόλοιπα παιδιά και πολυ. Ελάχιστα, και όταν εκείνα μου απήυθηναν το λόγο. Όλα εκείνα τα χρόνια πέρασαν με κρυφά τσιγάρα και παγωμένα πλυσίματα και απίστευτες καθημερινές εφηβικές κάβλες, ατέλειωτες κάβλες, μέρα νύχτα, επιφανειακές και μισές κάβλες απο κείνες που δε γίνεται να ολοκληρωθούν αφού δεν ξέρεις ποιός είσαι. Μετά μαθαίνεις ποιός είσαι, αρχίζεις να σε ξέρεις και τις περισσότερες φορές σταματάς να καβλώνεις, εκτός κι αν σ' αρέσει αυτό που είσαι. Ναι μ' αρέσει, πάντα μ' άρεσε ακόμα κι όταν δε μ' άρεσε. Δε με νοιάζει που περνάνε τα χρόνια. Τα πρωινά που ξύπνησα στη Λισαβόνα είναι εκείνα που δε θα με αφήσουν ποτέ να γεράσω. Τα πόδια μου έτρεμαν από το περπάτημα, έκαναν ήχους και μικρές σπασμωδικές κινήσεις. Οι γάμπες μου σκλήρυναν από τις ανηφόρες και τις σκάλες της Λισαβόνας. Κι εκείνη η απόφαση να πάω στον ατλαντικό πρωί πρωί, η πιο σωστή απόφαση που πήρα. Δε χρειάστηκε παγωμένο νερό στο πρόσωπο εκείνο το πρωί. Έσκαγαν τα κύματα στο  cascais μ' έπαιρνε κι εμένα λίγο η μπάλα, κρύωνα, το δέρμα μου απο την υγρασία είχε γίνει σαν αγκαθωτό, κάπνιζα, πλάνταζα στο κλάμα, πέθαινα για δυο ώρες, κάπνιζα τσιγάρα που έγραφαν επάνω  fumar mata, δε με ένοιαζε εγώ σκοτωνόμουν μόνη μου, κάπνιζα κάπνιζα βάραινα, άνοιξα ένα σακουλάκι έφαγα κάτι μάλλον, σκεφτόμουν πως το ατλαντικός θα έπρεπε να είναι επίθετο και να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους σημαντικούς ανθρώπους. Έκανα τη λίστα με τους δικούς μου ατλαντικούς ανθρώπους, ξαναπλάνταξα με το πόσο τους έχω πλαντάξει  κι ύστερα σηκώθηκα απότομα να φύγω, ζαλίστηκα, γύρισα στο σταθμό, μπήκα στο βαγόνι που μόλις είχε έρθει και κάθησα. Είδα το διπλανό να φεύγει. Εμεινα σαν ακίνητος μαλάκας να κοιτάω, συνειδητοποίησα πως μπήκα στο λάθος που θα έφευγε σε είκοσι λεπτά, νύσταζα, δεν είχα κουράγιο να ξαναβγω έξω. Με πήρε ο ύπνος ελάχιστα, ξεκίνησε το τραίνο, μισοκοιμόμουν στη μικρή διαδρομή. Κατέβηκα στο cais do sodre περπάτησα κουρασμένη, μπήκα σπίτι, πήρα τη μαμά να τη ρωτήσω κάτι για μια συνταγή, μαγείρεψα αλλά δεν έφαγα. Κοιμήθηκα μέχρι το βράδυ. Σηκώθηκα με απίστευτη πείνα και καταβρόχθησα το φαγητό. Ήξερα πως με περιμένει μια μεγάλη νύχτα χωρίς ύπνο. Κατέβηκα, πήρα τσιγάρα, έφτιαξα καφέ κι ύστερα δε θυμάμαι. Δε χρειάζεται να θυμάμαι. Μάλλον θα πέρασε η νύχτα ανάμεσα στα τσιγάρα. Στα ήσυχα τσιγάρα που δεν χρειαζόταν να πηδήξω παράθυρα για να τα καπνίσω. Κάποια στιγμή θα ξανακοιμήθηκα με τα πόδια έξω. Κανείς δε σκεπάζει τα πόδια του στη Λισαβόνα. Σα να θέλουν να περπατάνε ενώ κοιμάσαι. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη εξήγηση.  Φτάνει με τη Λισαβόνα φτάνει. Σε λίγο θα έρθει ο μπαμπάς να πιούμε καφέ, να πούμε για το πάσχα, ο μπαμπάς κάνει σχέδια για το πασχα, ο μπαμπάς κάνει σχέδια για τη ζωή. Με αφορμή τα σχέδια θα μιλήσει για το αγαπημένο του παρελθόν, θα αρχίσω να σηκώνομαι σιγα σιγα να πηγαινοέρχομαι στο μπάνιο, να βάφομαι, να ντύνομαι, θα πει καληνύχτα ο μπαμπάς, θα φύγει, θα φύγω κι εγώ στη δουλειά, θα λέω μέσα μου φτάνει με τη Λισαβόνα, φτάνει, ο μπαμπάς θα λέει μέσα του ,  φτάνει με το παρελθόν, φτάνει.

Το νερό έτρεχε απο δω