883

Βαριέμαι τους Αυγούστους και τους ανθρώπους που δεν βαριουνται τους Αυγούστους. Σιχαίνομαι εκείνους που εμπνέονται και καλά απο τις εποχές, με κουράζουν τα μυαλά σας, που γράφουν για καρπούζια και σταφύλια,  σας λυπάμαι που τρώτε τα καλαμπόκια σπυρί σπυρί. Εϊστε ένα πελώριο σπυρί. Περιμένω με ανυπομονησία το χειμώνα, περιμένω να έρθει η Πολωνία να με πάρει. Ο ήλιος πρέπει να σε βρίσκει πάντα μόνο, ποτέ σε παραλίες με ανθρώπους, πάντα μόνο και ποτέ δίπλα στη θάλασσα. Ο ήλιος δεν ταιριάζει με τη θάλασσα, κι όποιος το σκέφτηκε είχε πολύ χαμηλή αισθητική. Το καλοκαίρι είναι κιτς. Οι παραλίες πιο κιτς ακόμα.

Μαυρίζω παντού εκτός από τις ρώγες, οι ρώγες μένουν παντα λευκές σα να θέλουν να θυμίσουν οτι έχουν γάλα μέσα. Μαυρίζω απο τις διαδρομές, Καλαμών, Αλεξάνδρου 31, Αλεξανδρου 39.  Εκείνο το βράδυ που είδα εφιάλτες με σκάλες και μωρά και το πρωί ήμουν γεμάτη αφαλούς, εκείνος ο εφιάλτης με τους αφαλούς σε όλο το σώμα με τρομάζει ακόμα, με ανατριχιάζει, η καθημερινότητα δε με ανατριχιάζει, αγαπάω και δεν αγαπάω, με αναγνωρίζω και δε με αναγνωρίζω, το καλοκαίρι φταίει. Θα σε πάω στο Borsek  και στο Rzeszow και στο Pescοw και στο Lublin. Το χειμώνα όμως, εγώ το χειμώνα μπορώ να ζήσω. Εϊναι όλα εκείνα που υπάρχουν για να μας θυμίσουν πόσο πρέπει τα αντίθετά τους να ζητάμε. Το καλοκαίρι υπάρχει για να μου θυμίζει πόσο πρέπει να έχει πάντα χειμώνα, τα ψέμματα υπάρχουν για να μου θυμίζουν πόσο πρέπει να μου λες αλήθεια. Με ενοχλούν οι άνθρωποι τόσο όσο η κατσαρίδα που περπατούσε στο μπούτι μου στα Εξάρχεια. Πετάχτηκα κι ειχα μουδιάσει ολόκληρη κι έτρεμα μετά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Έτσι κάνω κι όταν χύνω. Πετάγομαι και μουδιάζω ολόκληρη και τρέμω κι η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Η κατσαρίδα είναι οργασμός. Έτσι σκέφτονται οι άνθρωποι. Ετσι βγάζουν συμπεράσματα. Έτσι αποφασίζουν. Έτσι μας γαμάνε πρωί βράδυ, κουράζομαι, κουράζομαι, δεν θέλω να ξυπνάω χαράματα, δεν θέλω να ζεσταίνομαι άλλο, θέλω να βγουν τα μπρόκολα κι οι λαχανίδες και το σέλινο, να μυρίζει το σπίτι φαγητό κατσαρόλας, να κλείνω τα παράθυρα,σσσσσσσσσσσσ σσσσσσσσσσσσσ σκάστε ησυχία, ησυχία θέλω, εμένα θέλω εσένα θέλω, Ζοζέ σε αγαπάμε, ξηρά τροφή, ξηρά τα γεννητικά όργανα του κόσμου, βλακεία λέξη τα γεννητικά όργανα. Κλείσε τα παράθυρα, δεν μπορώ την απέναντι, Αντωνίαααααα, Ιωάνναααααα όλη μέρα, βγαίνει στο μπαλκόνι και καπνίζει, το βράδυ έρχονται οι φίλοι του άντρα της, βλέπουν μπάλα, εκείνη πάει έρχεται, πάει έρχεται με πιάτα με ποτήρια, ο άντρας κάθεται σαν γουρούνι, κανείς δε σηκώνεται, πάει έρχεται πάει έρχεται, βάφει τα μαλλιά της ξανθά, παχαίνει, τα ξαναβάφει καστανά, παχαίνει κι άλλο, πάει έρχεται, τρώει κρυφά στην κουζίνα, μετά καπνίζει, κι οι άλλοι φευγουν, μαζέυει, παει έρχεται με πιάτα με ποτήρια πάλι, ξανατρώει στην κουζίνα, η Ιωάννα κι η Αντωνία κοιμούνται, πλένει τα πιάτα, ξανακαπνίζει, απλώνει ρούχα, κι ύστερα ανοίγει το λάστιχο και μας τελειώνει το νερό γιατί ποτίζει τις ηλίθιες φιξ τσιμεντένιες ζαρντινιέρες της. Η ζωή της με κάνει να θέλω να έρθει ο χειμώνας πιο γρήγορα, να μην τη βλέπω. Ανάβει το φως του μπαλκονιού της, κλείστο μωρή κλείστο εγώ θελω σκοτάδια, βλέπω θρίλερ δε θέλω φωτα. Δεν το κλείνει. Το πρωί αρχίζει το ΑντωνίαΙωάννα της και παει και πάει.

Εϊχα μια σκέψη τώρα μετά απο προχθές... Αν ποτέ τα μαλλιά μου σκεπάζουν τα μάτια μου, ποιός θα με αγαπάει;