13

Όλη μέρα δυο τραγούδια, δέκα μέρες δυο τραγούδια. Το ένα μοιάζει σε μένα, το άλλο σε σένα. Θα προσποιηθώ τώρα οτι μπορώ και ξέρω να γράφω για να σταματήσω να με λυπάμαι που μας ξεχνάω. Έφαγα το φαγητό που σιχαίνομαι πάλι σήμερα. Είναι δική μου συνταγή και το 'χω ονομάσει ΈναΒήμαΜπροςΚαιΔυοΠίσω. Ανοστο και στο τέλος φέρνει πάντα καούρες, καμια φορά εμμετούς. Θέλω να σε αγκαλιάσω μέχρι να γίνουν τα νύχια μου πάλι μπλε αεροπορίας φρεσκοβαμμένο, και τις τελευταίες ώρες είσαι μια εικόνα που θέλω να μασουλήσω μέχρι να πονέσει και το σαγόνι μου, σσσ μη μιλάς συνέχεια, φάε λίγη χορτόσουπα, δεν θα χορτάσεις το ξέρω αλλά όταν έρθεις θα σε μπουκώσω εφτακόσσια έβερεστ και σκατά στα μούτρα της άνοιξης. Βαριέμαι τη φύση αφάνταστα. Σταθερό τοπίο, βαριεμαι τα τοπία. Αγαπώ τη φύση μόνο αν τη βλέπω μέσα απο το τζάμι του τρένου, γιατί τότε κινείται και τρέχει λες κι έχει άγχος να δείξει όλα της τα τοπία. Αγαπώ τη θάλασσα γιατί δεν είναι ποτε ακίνητη και τον ατλαντικό γιατί μοιάζει με τις τούφες που εξέχουν από τα μαλλιά σου που είναι πάλι στραβοκομμένα. Είναι βαρετά τα στριφτά τσιγάρα αλλά κάνω υπομονή να τα συνηθίσω γιατί έτσι είπες πως πρέπει να κάνω κι εγώ σε ακούω, πάντα σε άκουγα, σε πιστεύω, πάντα σε πίστευα, είμαι ερωτευμένη μαζί σου λιποθυμικά μόνο μερικές φορές που έχει εκείνα τα άσπρα σύννεφα που βγαίνουν να παίξουν κι όχι να βρέξουν ξεχνιέμαι και τα κοιτάω και μετά κάνω πως δεν τα κοιτάω. Τα άκρα του σώματός μου πονάνε λίγο που δεν τ' αγγίζεις και στην ιδέα και μόνο πως θα τ' αγγίξεις τραβάνε γραμμές από τη χαρά τους. Είναι πέρισυ κι εγώ βόλτα με τη μαμά στη λαϊκή  κι είναι κι ο κύριος που πουλάει μπιχλιμπίδια και φωνάζει ένα ευρώ ο κύβος του Κιούμπρικ κι εγώ γελάω και γελάω και σκέφτομαι πως τα ονόματα δεν έχουν σημασία και πως κι ο Στάνλει Ρούμπικ θα συμφωνούσε μαζί μου και σε βαφτίζω με τρισσεκατομμύρια ονόματα μα τελικά κολλάμε σε κάποια απο αυτά και φωνάζουμε ο ένας τον άλλο έτσι και μόνο εμείς το ξέρουμε, ύστερα θυμώνω πάλι με την άνοιξη γιατί δεν απλώνω πια τα ρούχα στο καλοριφέρ και δε μυρίζει το σπίτι και πρέπει να τα βγάλω έξω και όταν τα μαζεύω μπορεί να έχουν πάνω καμια ακρίδα ή κανένα σκουλήκι από την υγρασία σαν αυτό που εξολόθρευσα χτες με την εφημερίδα που ερχόταν προς το μέρος μου ζιγκ ζαγκ και έστριβε κι έμπαινε όλο μέσα στον αρμό από το πλακάκι και όταν τελείωνε ο αρμός στεκόταν λίγο κι ύστερα ξαναέστριβε κι ακολουθούσε τους αρμούς κι εγώ αποφάσισα πως αυτό δεν πρέπει άλλο να ζει και του έκοψα το δρόμο με την εφημερίδα γιατί έμαθα από μικρή πως τα σκουλήκια δεν ερωτεύονται κι έτσι θεώρησα πως δεν έχει νόημα να ζει ένα πλάσμα που δεν μπορεί από τη φύση του να ερωτευτεί και γι αυτό σου λέω η φύση είναι αφύσικη και ατελής αφού δημιουργεί πλάσματα που δεν μπορούν να ερωτευτούν κι αφού εκείνα πως υποτίθεται πως μπορούν είναι προβληματικά και χαλασμένα και γεμάτα ανασφάλειες και συμπλέγματα και φόβους που δεν τους επιτρέπουν τελικά να ερωτευτούν κανονικά κι εκείνα τα λίγα άλλα πλάσματα που φωσφορίζουν επειδή το παλεύουν κι επιλέγουν να μη βάλουν τη μάσκα όταν πονάνε δεν τους χωράει ούτε η Calçada da Estrela όπως κι εμένα που την ανέβαινα την κατέβαινα και δεν μπορούσα να καταλάβω ποιό είναι το πάνω και ποιό το κάτω κι ευτυχώς που στην ανηφόρα λαχάνιαζα λίγο κι έτσι έμαθα να ξεχωρίζω τις ανηφόρες από τις κατηφόρες. Τελείωσες τη σούπα σου αγάπη μου; Έμεινε λίγο σέλινο και για μένα; Ωραία σε δυο σούπες από σήμερα θα κάνουμε βόλτες να κοροϊδεύουμε τους ποιητές με τα φιλιά μας και θα είμαστε οι τρεις μας γιατί πάντα οι τρεις μας είμασταν τελικά κι αν εκείνη τη μέρα  δεν έστριβε και σου μιλούσε αυτό θα σου έλεγε και την επόμενη φορά που θα τον δούμε κάπου στη Baixa αυτό θα μας πει αν αποφασίσει να μας μιλήσει...ε; ε; θέλεις; θέλεις; θέλεις; θέλεις; θέλεις;