12



Θα ζωγραφίζουμε τηγανητά αυγά στα πόδια μας για να τρώμε. Και όλο το σπίτι θα είναι ασανσέρ. Θα αδιαφορούμε για κάθε μεγάλο γεγονός τόσο πολύ, που θα πονάμε γι' αυτό. Κι όταν θα αντικρύσουμε τον ατλαντικό, ένα μεγάλο κύμα θα ξεβράσει τα παπούτσια μου αλατισμένα και θα τα φορέσω και τα πόδια μου θα γίνουν αλμυρά και θα με φιλάς γύρω -γύρω στο πρόσωπο και θα ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου πάνω στην άκρη της μύτης σου και θα σε γαργαλάω και θα βλέπω αστεία όνειρα να σου λέω το πρωί και θα ανεβαίνω στο σκαμνάκι με το ύφασμα να ψάξω μια ταινία να δούμε και θα φωνάζεις να κατέβω κάτω και θα ξεκαρδίζομαι μετά. Μ'αρέσει που όταν πλένεις τα πιάτα έρχομαι και σου τρίβομαι και μόλις στον πιάνω πάνω από το παντελόνι κάνεις σα χαζογκομενάκι. Είσαι ο πιό άντρας τότε. Εμείς δεν έχουμε συγκεκριμένη θέση στον κόσμο. Οι ερωτευμένοι έχουν. Όμως μάλλον δεν είμαστε ερωτευμένοι. Κάτι σαν άρρωστοι είμαστε. Εγώ λίγο πιο πολύ. Από άυριο εγώ θα τρώω duphaston να προλάβω το αίμα μου μή με προλάβει εκείνο και ξαναματώσω μπροστά στον ποιητή κι εκείνος κάνει οτι δε βλέπει σαν την άλλη φορά. Καθόμουν δίπλα του και μόλιςμάτωσα εκείνος δήθεν γύρισε αλλού αλλά το επόμενο πρωί που πήγα να του ζητήσω συγνώμη είχε μια μικρή σκουριά στο δάχτυλό του. Σου έχω πει για τη σκουριά; Τη λατρέυω όσο και τα βραδυνα εργοστάσια , όσο και τα ποντίκια στο Βελιγράδι, όσο και τα ρώσικά τσιγάρα που αγόρασα που αν ήσουν μαζί μου θα μου έλεγες να μην τα πάρω και θα με κορόιδευες. Σιγά μωρέ μόνο dvesta dinara έδωσα. Ο Δούναβης μου είπε κι ένα μυστικό αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω. Ε θα στο πω. Είπε να μην ξαναταξιδέψω χωρίς εσένα κι εγώ τα ακούω τα ποτάμια. Είναι πιο σοφά από τη θάλασσα και όταν θυμώνουν δεν κάνουν θόρυβο. Εσύ μοιάζεις λίγο με ποτάμι αλλά δεν είσαι σοφός γιατί όταν θυμώνεις δεν μπορείς να φουσκώσεις και σκας τα κύματά σου πάνω μου. Εγώ είμαι ο γκρεμός και κάθε φορά που θυμώνεις μου αλλάζεις σχήμα. Πας κι ανακαλύπτεις κάτι μουσικές που εγώ μετά τις αγαπώ πιό πολύ απο σένα κι όταν κάθεσαι στη γωνία και χαζεύεις σε κείνο το κουτί που ανακαλύφθηκε για να αντέχουν περισσότερο χρόνο οι άνθρωποι ο ένας δίπλα στον άλλο, έγώ έρχομαι με μια αγκαλιά εσώρουχα και σου δείχνω τα αγαπημένα μου. Μετά τα φοράω για λίγο γιατί μου τα βγάζεις. Τώρα είναι Κυριακή απόγευμα για τους ανθρώπους και για μας είναι Κυριακή πρωί. Πίνουμε πρωινό καφέ. Εγώ πρέπει να ασχοληθώ με τη σπηλιά στην Αλταμίρα και τους Βησιγότθους αλλά ο έρωτας είναι η πιό σημαντική προϊστορία του σύμπαντος, χίλια ιμαλάια απαραίτητη. Μ 'αρέσει να σε γλύφω πριν σου σηκωθεί. Να νιώθω όλη την αλλαγή του σχήματος μέσα στο στόμα μου, είναι σα να θέλει να μου πει όλα τα μυστικά σου τότε. Σε αχνοβλέπω μέσα από το ψαθάκι που μας χωρίζει. Βλέπω το αυτί σου. Πεινάς αγάπη μου; Να μαγειρέψω; Μπορεί να μαγείρεψε η μαμά. Η μαμά το πρωί σκούπιζε τα φύλλα στην αυλή. Η μαμά δεν θα πάθει ποτέ κατάθλιψη. Πρόλαβε και την έπαθε όλη ο μπαμπάς. Η μαμά κι ο μπαμπάς δεν ξέρουν να αγαπούν τον εαυτό τους. Μόνο τώρα που μεγαλώνουν κόβουν το τσιγάρο από φόβο, όχι από αγάπη. Ο μπαμπάς και η μαμά ξέρουν να αγαπάνε μόνο εμάς. Η μαμά ξέρει λίγο πιο πολύ. Ο μπαμπάς δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται το παρελθόν. Αν σταματούσε ίσως να μας αγαπούσε σαν τη μαμά. Η μαμά δεν έχει παρελθόν. Πώς μπορεί; Εσύ έλεγες πως δεν έχεις αλλά έχεις τελικά. Νόμιζες πως αν το ήξερα δεν θα σε αγαπούσα και μου το έκρυψες. Σε ανακάλυψα και τώρα σ'αγαπάω πιό πολύ. Λέω να πάρουμε τη μπλε και πορτοκαλί βαλίτσα. Να πάρεις κι ένα σκούφο γιατί στους -6 τα κουμπιά δίπλα στο αυτί σου θα βραχυκυκλώσουν. Κι εγώ πείνασα. Φέρε ένα μολύβι.