131,,,

Μ' αρέσουν τα τσιγάρα που το φίλτρο είναι άσπρο κι όχι καφέ. Μ'αρέσει που ο έρωτας είναι τόσο καθαρός που θολώνει όλα τα γύρω-γύρω. Μ' αρέσει η λέξη συγυρίζω και απο σήμερα θα τη χρησιμοποιώ πιο πολύ. Εκείνη αγαπούσε και μισούσε τις λέξεις και δεν ήξερε που ακριβώς ταιριάζει η καθεμία. Εκείνος ποιητής ολικής αλέσεως. Είναι ερωτευμένοι κι εκείνη ανακατεύει μουστάρδα και κέτσαπ με τα χέρια. Κατουράει πίσω από την πλάτη του πάνω από μια θάλασσα κι ακούγεται σσσσσσσσσσ κι εκείνος κατουράει λίγο μετά πάνω στα χόρτα αθόρυβα όπως αθόρυβα την αγαπάει κι εκείνη δε θέλει φασαρίες και λόγια και ποιός τα γαμάει τα λόγια αφού τα λόγια είναι για κείνους που δεν αντέχουν να νιώσουν. Κάνουν βραδυνές βόλτες και σβήνουν τα φώτα με χαρτόνια. Χωράνε σε μια άβολη καρέκλα για ώρες και θέλουν να γαμηθούν εκεί πάνω αλλα ποτέ δεν το κάνουν, τα κρεβάτια κερδίζουν. Της κολλάει αυτοκόλλητα αγάπης πάνω στο πορτατίφ ( καλή λέξη κι αυτή θα τη λέω που και που). Κι εγώ; Εγώ είχα πάντα πόρτες ανοιχτές για ανθρώπους που δε φοβούνται. Υπομονή δεν έχω όμως και η ζωή μου είναι πολύ πιο φαντασία απο των παραμυθιών. Θυμάμαι ένα σάββατο απόγευμα να έχω τους δυο πιο αγαπημένους μου ανθρώπους σε εναν καναπέ. Να θέλω να τους πιάσω και να τους φιλήσω. Τους ρώτησα αν με αγαπάνε και με κοροϊδεύανε. Η μαμά ήρθε να φτιάξουμε τις ντουλάπες και τα συρτάρια. Με αγαπάει όταν πετάω και συγυρίζω ( ααα την χρησιμοποίησα τη λέξη). Μαμά, μαμάκα μου είσαι χαρούμενη που πετάξαμε μια τεράστια σακούλα; Αγαπάω εναν άνθρωπο σημαίνει οτι βγάζω ένα σπυρί εκεί που έχει κι αυτός; Εκείνη αγοραζει κόκκινα τσιγάρα κι εκείνος άσπρα. Τα καπνίζουν και τα δύο και σε μερικές μέρες εκείνος θα τροχίσει το κλειδί του πάνω στην πόρτα της. Φοράει μια μπλε πυτζάμα μέσα στο σπίτι κι εκείνη μια μαύρη τουαλέτα. Πίνουν δυο κουβαδάκια καφέ την ημέρα και τρώνε μαρμελάδα βατόμουρο. Φτιάχνουν χρώματα Νο15 και μετα 20 και μετα 21. Το βράδυ όταν επιστρέφουν προσέχουν μη πατήσουν τους γυμνοσάλιαγκες της αυλης. Του υπόσχεται πως για κείνον και μόνο θα φοράει τη μάλλινη ζακέτα όλο τον Αύγουστο κι εκείνος πως δεν θα κουρέψει τα μαλλιά του. Το βράδυ του ξεβιδώνει προσεκτικά το μπροστινό του δόντι αυτό που της κόβει τα χείλια κι εκείνος στέλνει σπόρους στις ρίζες των μαλλιών της με το ροχαλητό του. Της λέει πως ζηλεύει τον Σπύρο και κείνη ζηλέυει τη Ματίνα, τη Γιάννα και την αδερφή του Πίνη. Όταν τους τελειώνουν τα κεριά ανάβουν τα μήλα και τις μπανάνες. Ααα μια φορά άναψαν ένα μικρό ξινόμηλο. Τον στέλνει στην αποθήκη να της φέρει κρεμμύδια να μαγειρέψει κορν-φλέικς. Σχεδιάζουν καλοκαιρινά ταξίδια που θα πραγματοποιήσουν το χειμώνα. Γράφουν σ' αγαπάω με το αριστερό χέρι κι αγοράζουν λαχεία του '62. Αν κερδίσουν θα αγοράσουν πεντεχιλιαδεςδυοδισσεκατομμύριατριακόσσιασαρανταεξιχίλια ζευγαρια κάλτσες που κάνουν 14 ευρώ το ένα. Αν δεν κερδίσουν θα έχουν ήδη κερδίσει βόλτες ξυπόλητοι με έκζεμα (βλακεία λέξη) στις πατούσες. Αν υποψιαστώ πως η ζωή που περιγράφω είναι δική μου, τότε πάω να φέρω ένα καλαμάκι γιατί δίψασα. Σήμερα λέω να πιω όλους τους ωκεανούς. Αν ξυπνήσω και σιγουρευτώ μετά θ'αρχίσω να τρώω ηφαίστεια.