18-20=17,30+235=7

Гιατρέ μπορώ να φάω χίλια μήλα; Να βάψω τα νύχια μου μωβ; Δεν ντρέπεται ο καιρός να έχει τόσο κρύο; Πέρασα μια νύχτα σε ένα χωριό που το όνομά του είναι στον πληθυντικό. Πλάκα έχει. Είναι σα να είσαι σε πολλά μέρη μαζί. Μοιράσαμε τα χιλιόμετρα για να μοιραστούμε τη νύχτα μας. Καμιά φορά τα βλέπεις όλα σε μια νύχτα. Με ανάγκασες να πιω λευκό κρασί και θα στο χρωστάω μια ζωή. Η μαμά μου είδε τα σημάδια. Τί είναι αυτά πουλάκι μου; Σημάδια ρε μαμά. Νύχια. Πάλι με κιθαρίστα πήγες πουτανάκι; Έτυχε ρε μαμά. Φυσάει πολύ ρε μαμά , ο αέρας με κουνάει. Εσύ ήσουν όμορφος. Γιατί με κοιτούσες έτσι; Σου είπα όλες τις βλακείες του κόσμου και γελούσες. Θέλεις να σου πώ πάλι; Η διακόρευση βγαίνει από την κόρη του ματιού. Εϊναι επειδή ο άλλος σου πετάει τα μάτια έξω. Τώρα πες μου εσύ μία. Α ξέχασα. Εσύ δε λές βλακεέις μόνο με κοιτάς και γελάς με τις δικές μου. Όχι δε θέλω μπανάνα. Δεν κάνει, κάτσε να ρωτήσω; Γιατρέ μπορώ να φάω μπανάνα; Ντάξει δε θα φάω. Αυτή η βόλτα που κάναμε μέσα στα ρημάδια τα σπιτάκια θυμάσαι; Το πιό αστείο τουριστικό γραφείο του κόσμου καιη διαφήμιση με την κακή εκτύπωση με την καρδιά; "Με τον Βαλεντίνο μου, στο Τορίνο μου μόνο με 340 ευρώ". Έπεσα κάτω απο τα γέλια γιατί έκανα ισορροπία πάνω στο κάγκελο. Με πόση τρυφεράδα με σήκωσες! Πώς το κατάφερες; Με σήκωσες και μου σκούπισες τη σκόνη του δρόμου. Σε ρώτησα γιατί πάντα στα ξενοδοχεία βάζουν μια καρέκλα μέσα; Μου φαίνεται γελοίο. Ποιός θα κάτσει σε μια καρέκλα μέσα στο δωμάτιο; Το πρωί που ξυπνήσαμε καθόσουν μια ώρα εκεί. Μου είπες την βάλανε για να καθήσεις και να με κοιτάς. Πάω στο μπάνιο, θέλω να πάρω τα φάρμακά μου. Όχι εδώ μπροστά μου όλα. Τρυπάμε τα σώματά μας μαζί όπως οι υπόλοιποι εραστές βουρτσίζουν τα δόντια τους. Πρώτη φορά. Και τελευταία. Μη μου φιλάς τα χέρια, χτες όλη μέρα κρατούσα ένα γαλλικό κι έσφιγγα το καζανάκι του κυρ Ηλία που όλο το σφιγγα κι όλο έτρεχε. Επίτηδες το'κανα. Φασίστα βρωμόγερε. Δεν διορθώνεται κυρ Ηλία μου, πρέπει να αγοράσεις καινούργιο. Ο βλάκας δεν έιδε οτι δεν είχα βάλει φλάντζες μέσα. Εϊναι κάτι μικροσκοπικά πραματάκια που έκανες και τ'αγάπησα μα δε στο είπα. Θυμάσαι που μας πλησίασε ο μυστήριος τύπος μέσα στα σκοτεινά; Φιλαράκι μήπως έχεις ένα ευρώ να πάρω εισητήριο για Αθήνα; Θυμάσαι πως μέ έσφιξες ασυναίσθητα για να μη φοβάμαι; Τί τεράστιο έγινε το χέρι σου εκείνη την ώρα; Με εξαφάνισε. Δε φοβήθηκα όμως. Περπατήσαμε πολύ, πονάνε τα πόδια μου και πονούσα πολύ και το καταλάβαινες και έκοβες ταχύτητα χωρίς κι εσύ να πεις τίποτα. Κι ύστερα πλησίασες τον κύριο με το πούρο που βρωμούσε κολώνιες και φρου φρου και δεν ήξερα τί θέλεις να του πεις και του πες, κύριε συγνώμη μήπως έχετε 2 εκατομμύρια ευρώ να πάρω εισητήριο να πάω το κορίτσι στο διάστημα; Πόσο γέλασα. Πόσο σε φίλησα! Πόσα μήλα φάγαμε; Τα μέτρησες; Εμένα μ'αφήνει ο γιατρός, εσένα σ'αφήνει; Θέλεις να φιληθούμε ανάποδα; Μα πόσο κρύο έχει; Είναι μεσημέρι. Το βράδυ θα μείνω σπίτι να με παρατηρήσω να μεταμορφώνομαι σε "μόνη μου". Να δω όλη τη διαδικασία επιτέλους από την αρχή. Να δω πόσος χρόνος χρειάζεται. Τη νύχτα που μεταμορφώθηκα σε "μαζίσου" μου πήρε μερικά λεπτά. Έτσι γίνεται όταν είσαι αληθινός. Ούτε υποσχέσεις θέλω, ούτε λόγια που δε χωράνε στο στόμα. Θέλω να σε φιλήσω και να πούμε γεια. Να στρίψεις εσύ αριστερά κι εγώ να συνεχίσω ευθεία, να 'μαι χαμογελαστή σε όλη την επιστροφή και να 'σαι κι εσύ. Να κοιτάμε την ίδια αμυγδαλιά απο άλλη γωνία και να μας φτάνει. Τελικά η κάλτσα πού ήταν;